JEWELLER - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

JEWELLER - translation to αραβικά

PROFESSION
Jeweller; Bench Jeweler; Jeweler; Jeweler's; Jeweller's

JEWELLER         

ألاسم

جَوْهَر ; جَوْهَرَة ; حَجَرٌ كَرِيم ; يَشْب ; يَشْم

JEWELER         

ألاسم

جَوْهَر ; جَوْهَرَة ; حَجَرٌ كَرِيم ; يَشْب ; يَشْم

jeweler         
اسْم : الجوهريّ . صائغ الجواهر والحِلَى

Ορισμός

jeweller
(jewellers)
Note: in AM, use 'jeweler'
1.
A jeweller is a person who makes, sells, and repairs jewellery and watches.
N-COUNT
2.
A jeweller or a jeweller's is a shop where jewellery and watches are made, sold, and repaired.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Bench jeweler

A bench jeweler is an artisan who uses a combination of skills to make and repair jewelry. Some of the more common skills that a bench jeweler might employ include antique restoration, silversmith, Goldsmith, stone setting, engraving, fabrication, wax carving, lost-wax casting, electroplating, forging, and polishing.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για JEWELLER
1. The jeweller – shot during a Ł50,000 raid of Amore jeweller in Horsham – survived because the bullet ricocheted off the mobile phone in his breast pocket.
2. The Crown Jeweller Garrard made the original in 1858.
3. Naomi models a watch by Swiss jeweller Montblanc Look here too...
4. "This is his home territory," said Rafsanjani–supporter Mohammad Reza Mansouri, a gold jeweller.
5. This has led to dangerous criminals being released early, including the killer of jeweller Marian Bates.